- άστομος
- -η, -ο (Α ἄστομος, -ον)1. αυτός που δεν έχει στόμα2. ο άφωνος, ο αμίλητοςαρχ.1. (για σκύλους) αυτός που έχει μαλακό στόμα, που δεν μπορεί να κρατήσει κάτι με τα δόντια2. (για άλογα) ο σκληρόστομος, αυτός που δεν δέχεται χαλινάρι3. (για μέταλλο) το μαλακό, αυτό που δεν μπορεί να τροχιστεί4. (για λίμνη) χωρίς στόμιο, κλειστή από παντού5. (για ποτό) άνοστος, ανούσιος.
Dictionary of Greek. 2013.